- φουρκίζομαι
- φουρκίζομαι, φουρκίστηκα, φουρκισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φουρκίζω — ΝΜ, και φουλκίζω Μ [φούρκα (Ι)] απαγχονίζω («κι ο κύρης τση σαν πίβουλη βάνει να μέ φουρκίσῃ», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. στερεώνω με φούρκα, με διχάλα («φουρκίζω τα κλαδιά τού δέντρου») 2. μτφ. εξοργίζω, πεισμώνω κάποιον («τόν φούρκισε με τα λόγια… … Dictionary of Greek
αγαναχτώ — και αγαναχτίζω αγανάχτησα, αγαναχτισμένος, θυμώνω, φουρκίζομαι: Αγανάχτησε, γιατί δεν περίμενε ένα τέτοιο φέρσιμο του φίλου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξοργίζω — εξόργισα, εξοργίστηκα, εξοργισμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εξερεθίζω, τον θυμώνω. 2. το μέσ., εξοργίζομαι με πιάνει οργή, θυμώνω πολύ, φουρκίζομαι, γίνομαι έξω φρενών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουρκίζω — φούρκισα, φουρκίστηκα, φουρκισμένος 1. στυλώνω (κλαδιά δέντρου) με διχαλωτή φούρκα, με διχαλωτό πάσσαλο: Φουρκίζουν τα κλαριά της μηλιάς. 2. κρεμώ στη φούρκα, απαγχονίζω: Κι ο κύρης τση σαν πιβουλή βάνει να με φουρκίσει (Ερωτόκριτος). 3. εξοργίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)